σπηλαιώδης — cavern like masc/fem acc pl (attic epic doric) σπηλαιώδης cavern like masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) σπηλαιώδης cavern like masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπηλαιώδει — σπηλαιώδης cavern like masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) σπηλαιώδης cavern like masc/fem/neut dat sg σπηλαιώδεϊ , σπηλαιώδης cavern like dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπηλαιώδη — σπηλαιώδης cavern like neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) σπηλαιώδης cavern like masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) σπηλαιώδης cavern like masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπηλαιῶδες — σπηλαιώδης cavern like masc/fem voc sg σπηλαιώδης cavern like neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπηλαιώδεις — σπηλαιώδης cavern like masc/fem acc pl σπηλαιώδης cavern like masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπηλαιώδους — σπηλαιώδης cavern like masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek
θύρωμα — το (Α θύρωμα) [θυρώ] το πλαίσιο θύρας ή παραθύρου, το περβάζι, το κούφωμα νεοελλ. τα ανοίγματα που αφήνονται στην οικοδομή και χρησιμοποιούνται για εντοίχιση τών θυρών αρχ. 1. επιφάνεια μαρμάρινη ή πλαισιωμένη από τοίχο ή ξύλο την οποία… … Dictionary of Greek
κητώεις — κητώεις, εσσα, εν (Α) 1. (ομηρικό επίθ. τής Λακεδαίμονος) ο γεμάτος κοιλότητες, χαράδρες, σπηλιές («οἵ δ εἶχον κοίλην Λακεδαίμονα κητώεσσαν», Ομ. Ιλ.) 2. (για τον Δούρειο Ίππο) σπηλαιώδης, κοίλος, κούφιος 3. πελώριος, τεράστιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης … Dictionary of Greek
πλουτώνιος — ια, ιο, και πλουτώνείος, εια, ειο / πλουτώνιος, ία, ον και πλουτώνείος, εία, ειον, ΝΜΑ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Πλούτωνα νεοελλ. 1. αυτός που συντελείται στα έγκατα τής γης, ενδογήινος 2. ο αναφερόμενος στον πλουτωνισμό 3. το ουδ. ως… … Dictionary of Greek